σουσαμιά

σουσαμιά
η кунжут (растение)

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Смотреть что такое "σουσαμιά" в других словарях:

  • σουσαμιά — και σησαμιά, η, Ν το φυτό σήσαμο. [ΕΤΥΜΟΛ. < σουσάμι / σήσαμον + κατάλ. ιά (πρβλ. λεμον ιά)] …   Dictionary of Greek

  • σουσαμιά — η είδος φυτού …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • σησαμιά — Πεδινός οικισμός (υψόμ. 35 μ.), στην επαρχία Βισαλτίας, του νομού Σερρών. Είναι έδρα της ομώνυμης κοινότητας (9 τ. χλμ.). * * * η, Ν βλ. σουσαμιά …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»